Βενετσιάνος

Βενετσιάνος
ο (θηλ. Βενετσιάνα, η)
Βενετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. veneziano «Βενετός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ενετός — ο ο κάτοικος τής Βενετίας, Βενετός, Βενετσιάνος …   Dictionary of Greek

  • βενετσιάνικος — η, ο [βενετσιάνος] βενέτικος …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγκαράθου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Εξαρτάται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού είναι άγνωστος, μερικοί όμως τον τοποθετούν στον 15ο ή τον 16ο αι. Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1582, ενώ στη… …   Dictionary of Greek

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …   Dictionary of Greek

  • Μαρούλα — (Λήμνος 15ος αι.). Εθνική αγωνίστρια. Το 1475, στη μάχη του Κότσινα, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του κάστρου της Λήμνου από τους Τούρκους του Σουλεϊμάν Πασά, ο πατέρας της Μ. σκοτώθηκε. Τότε εκείνη πήρε το ξίφος του νεκρού και συνέχισε να… …   Dictionary of Greek

  • οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”